- ἐκτιθασεύω
- ἐκτῐθᾰσεύω, strengthd. for τιθασεύω, Poll.4.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκτιθασεύω — ἐκτιθασεύω (Α) τιθασεύω ολοσχερώς … Dictionary of Greek
ἐκτιθασεῦσαι — ἐκτιθασεύω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)